τοκομερίδιο

τοκομερίδιο
το, Ν
απόδειξη προσαρτημένη σε ανώνυμο χρεώγραφο το οποίο παρέχει στον κομιστή το δικαίωμα είσπραξης τού τόκου που αντιπροσωπεύει η απόδειξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + μερίδιο. Η λ., στον πληθ. τοκομερίδια, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τοκομερίδιο — το μικρή έντυπη απόδειξη, που είναι κομμάτι ομολογίας, για την είσπραξη αντίστοιχου τόκου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουπόνι — το 1. απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή χρεωγράφου, μερισματαπόδειξη, τοκομερίδιο 2. απόκομμα στο οποίο αναγράφεται το ποσό που προσφέρει κανείς σε έναν έρανο ή το ποσό τής οικονομικής ενισχύσεως που δίνει 3. απόδειξη συμμετοχής σε περιοδική διανομή …   Dictionary of Greek

  • κουπόνι — το (λ. γαλλ.) 1. το απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή άλλου τίτλου, τοκομερίδιο. 2. απόκομμα του οποίου ο κάτοχος έχει δικαίωμα σε δώρο, έκπτωση, προσφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”